Εξωδικαστική μέθοδος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, στο πλαίσιο της οποίας τα μέρη μέσα από ελεύθερη διαπραγμάτευση αναζητούν μία αμοιβαία επωφελή διευθέτηση της διαφοράς τους με τη συνδρομή ενός ουδέτερου και αμερόληπτου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή.
Ποιος ο ρόλος του διαμεσολαβητή σε μία διαπραγμάτευση; Ο διαμεσολαβητής βοηθά τα μέρη να αποφορτισθούν συναισθηματικά και να έρθουν σε δημιουργικό διάλογο, ο οποίος δεν περιορίζεται στις θέσεις, στις οποίες αρχικά ήταν προσκολλημένα, αλλά εκτείνεται σε ευρύτερα ζητήματα και γενικά σε οτιδήποτε θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμο για τη διευθέτηση της διαφοράς. Το διακύβευμα σε μία διαμεσολάβηση είναι η ανάδειξη των πραγματικών συμφερόντων των μερών, ώστε αυτά να αποτελέσουν μέρος της λύσης, διότι αυτό είναι που γεννά βιώσιμες και σταθερές συμφωνίες.
Αναγκαία προϋπόθεση για να διεξαχθεί παραγωγική συζήτηση είναι ο διαμεσολαβητής να κατακτήσει την εμπιστοσύνη των μερών τηρώντας απαρέγκλιτα τις βασικές αρχές που διέπουν τη διαδικασία. Ειδικότερα κατά την άσκηση του καθήκοντός του ο διαμεσολαβητής υπόκειται σύμφωνα με το νόμο στις αρχές της ουδετερότητας, αντικειμενικότητας και αμεροληψίας έναντι των μερών. Υποχρεούται επίσης να τηρεί τις αρχές της εχεμύθειας και της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που περιέρχονται σε γνώση του τόσο έναντι των μερών όσο και έναντι τρίτων προσώπων.