Οκτ2020
Η υποχρεωτικότητα της προδικασίας διαμεσολάβησης εισήχθη για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 4512/2018 και δεν έτυχε θεσμικής αποδοχής 1. Οι πολέμιοί της υποστήριξαν ότι κατ’ αρχήν η συγκεκριμένη ρύθμιση αντιβαίνει στον εκούσιο χαρακτήρα που αποτελεί πυρηνικό στοιχείο της διαμεσολάβησης, ενώ διατυπώθηκε ευρέως η άποψη ότι τόσο η υποχρεωτικότητα καθαυτή όσο και το επιπλέον κόστος που επιφυλάσσει στα μέρη έρχεται σε αντίθεση με το θεμελιώδες δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται από τα αρ. 20 Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Αντικείμενο των προβληματισμών υπήρξε αρχικά το άνω νομοθέτημα, το οποίο καταργήθηκε πολύ σύντομα από το ν. 4046/2019, που συνιστά πλέον το εν ισχύ νομοθετικό πλαίσιο για τη διαμεσολάβηση. Ο νέος νόμος διατήρησε την υποχρεωτικότητα της προδικασίας της διαμεσολάβησης σε διαφορετική όμως εκδοχή, υιοθετώντας τη για λιγότερα πλέον είδη διαφορών και αναμορφώνοντας το πλαίσιο των συνεπειών μη τήρησής της.
Κληθείσα να αντιμετωπίσει τον προβληματισμό αυτό αναφορικά με νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες κατά καιρούς εισήχθησαν σε διάφορες έννομες τάξεις η Νομολογία του ΕΔΔΑ τοποθετήθηκε επί της αρχής θετικά, αποφαινόμενη ότι η υποχρεωτική προδικασία διαμεσολάβησης δε θεωρείται υπερβολικός περιορισμός πρόσβασης στο δικαστήριο, στο μέτρο που υπηρετεί θεμιτούς σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Εν προκειμένω οι θεμιτοί σκοποί συνίστανται στην εξοικείωση των Ελλήνων με μία κουλτούρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και στην άμεσα συναρτώμενη με αυτήν αποσυμφόρηση της δικαιοσύνης, μιας και -κατά κοινή ομολογία- η χώρα μας πάσχει πολύ στα πεδία αυτά.
Χρήσιμο οδηγό στις συζητήσεις περί συνταγματικότητας προσφέρουν τα πορίσματα του ΔΕΕ στην σημαντική απόφαση Rosalba Alassini 2, σύμφωνα με την οποία σε κάθε περίπτωση χρήζει διερεύνησης το κατά πόσον η θεσπιζόμενη προδικασία α) καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των διαδίκων, β) το αποτέλεσμά της είναι δεσμευτικό για τα μέρη, γ) δε συνεπάγεται την αναστολή της παραγραφής κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς και δ) συνεπάγεται δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση για τους διαδίκους.
Υποβάλλοντας τη νέα εκδοχή περί υποχρεωτικότητας που υιοθετείται από το ν. 4046/2019 στα κριτήρια της απόφασης Alassini, παρατηρείται ότι ο χρονικός περιορισμός που επιβάλλεται με τη νέα ρύθμιση στα άρθρα 6 και 7 είναι σύντομος, το κόστος της συμμετοχής σχετικά χαμηλό (25 ευρώ για κάθε μέρος + αμοιβή νομικού παραστάτη) και η διευθέτηση μέσω της διαμεσολάβησης παραμένει στην ευχέρεια και αυτονομία των μερών, καθώς η όποια υποχρέωση εξαντλείται στη συμμετοχή τους στην πρώτη ενημερωτικού χαρακτήρα συνεδρία, από όπου τα μέρη μπορούν να αποχωρήσουν χωρίς να προβλέπονται δικονομικές συνέπειες. Τυχόν μη προσέλευσή τους στη συνεδρία αυτή δύναται – τίθεται δηλαδή στην κρίση του δικαστή- να επισύρει χρηματική ποινή, το ύψος της οποίας έχει μειωθεί σε σχέση με τον προϊσχύσαντα νόμο. Τέλος η παραγραφή, οι αποσβεστική προθεσμία και οι δικονομικές προθεσμίες αναστέλλονται, με συνέπεια η ρύθμιση να μην έχει βλαπτικές επενέργειες στο δικαίωμα των μερών περί προσφυγής στη δικαιοσύνη. Εν όψει των ανωτέρω ορθώς η ΔιοικΟλΑΠ 56/2019 τάχθηκε υπέρ της συμβατότητας της νέας ρύθμισης περί υποχρεωτικότητας με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
1 Υπέρ της αντισυνταγματικότητας τάχθηκε η ΔιοικΟλΑΠ 34/2018. Η θέση αξιολογείται ως αυστηρότερη σε σχέση με τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
2 ΔΕΕ, 18.03.2010, Rosalba Alassini κατά Telecom Italia SpA (C-317/08), Η απόφαση εκδόθηκε μετά από προδικαστικό ερώτημα αναφορικά με εθνική κανονιστική ρύθμιση που προέβλεπε υποχρεωτική απόπειρα εξωδικαστικού συμβιβασμού ως προϋπόθεση παραδεκτού των ενδίκων μέσων στις διαφορές μεταξύ παρόχων υπηρεσιών και τελικών χρηστών και όχι με αφορμή το ν.δ. 28/2010 με το οποίο εισάγεται η προσπάθεια διαμεσολαβήσεως ως προϋπόθεση του παραδεκτού μεταγενέστερης αγωγής.
Υπό το πρίσμα των κριτηρίων της ευρωπαϊκής νομολογίας που παρατίθενται ανωτέρω ζητήματα ανακύπτουν και από την απαγόρευση υποκατάστασης της ΥΑΣΔ από τυχόν δικαστική μεσολάβηση, η προσφυγή στην οποία κατά ρητή πρόβλεψη του 6 παρ. 3 του ν. 4640/2019 δεν απαλλάσσει τα μέρη από την υποχρέωση συμμετοχής στην ΥΑΣΔ. Η ρητή αυτή νομοθετική επιλογή εγείρει προβληματισμό ως προς την εξυπηρέτηση η μη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.
Αναφορικά δε με τις λοιπές μεθόδους εξωδικαστικής επίλυσης τηρείται σιωπή από το νομοθέτη, η οποία ερμηνεύεται διττά. Από τη μία υποστηρίζεται ότι συνειδητά ο νομοθέτης δεν συμπεριέλαβε στην απαγόρευση αυτή τις λοιπές μεθόδους εξωδικαστικής διευθέτησης, οι οποίες είναι αρκετές (Συνήγορος του Καταναλωτή, Τραπεζική Διαμεσολάβηση κ.α.), υπονοώντας ότι οι μέθοδοι αυτές υποκαθιστούν την ΥΑΣΔ. Από την άλλη υποστηρίζεται η άποψη ότι το συγκεκριμένο κενό δεν αποτελεί συνειδητή επιλογή του νομοθέτη, με συνέπεια η απαγόρευση της υποκατάστασης να καταλαμβάνει και τις λοιπές μεθόδους εξωδικαστικής διευθέτησης.
Παρόμοιους προβληματισμούς εγείρει και η σιωπή του νομοθέτη αναφορικά με τις περιπτώσεις εκείνες, όπου υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος νόμου είχε επιχειρηθεί εκουσίως πριν την έγερση αγωγής υπαγωγή στη διαμεσολάβηση, η οποία δεν απέδωσε καρπούς και έχει συνταχθεί για αυτήν πρακτικό αποτυχίας. Σε αυτή την περίπτωση υποστηρίζεται η άποψη ότι το πρακτικό αποτυχίας μίας διεξαχθείσας διαμεσολάβησης ως μείζον υποκαθιστά την ΥΑΣΔ, που ως καθαρά ενημερωτική αποτελεί ελάσσονα εμπλοκή στη διαδικασία, καθώς έχει ήδη εκπληρωθεί και με το παραπάνω ο σκοπός του νομοθέτη, που συνίσταται στην εξοικείωση των μερών με αυτή τη μέθοδο εξωδικαστικής διευθέτησης. Ωστόσο, ελλείψει νομολογίας και περαιτέρω στοιχείων, τα οποία συνηγορούν στην άποψη αυτή και δεδομένου ότι πρόκειται για σχετικά πρόσφατη νομοθεσία, θα ήταν προτιμότερο να επιχειρείται προσφυγή στην ΥΑΣΔ ακόμα και στις περιπτώσεις αυτές, λύση που μολονότι αντίκειται στην κοινή λογική, μοιάζει προς το παρόν περισσότερο ασφαλής.