Οι ερωτήσεις είναι τυποποιημένες στη βάση μίας λογικής ακολουθίας αποριών που θα μπορούσαν να γεννηθούν αυθόρμητα, γι αυτό συστήνεται να διαβαστούν με τη σειρά και όχι διαγώνια. Η διαμεσολάβηση είναι ένας θεσμός σχετικά νεοπαγής στον οποίο πιστεύουμε πολύ και μας ενδιαφέρει να συμβάλουμε ουσιαστικά σε μία πρώτη γνωριμία και – γιατί όχι – βαθύτερη εξοικείωση σας με αυτόν.
Διευκρινίζεται ότι το παραπάνω αφορά σε ερωτήσεις εν είδη “απορίας” και όχι ερωτήματα για συγκεκριμένες υποθέσεις για τα οποία ασφαλώς θα χρειαστεί να κλείσετε ραντεβού με το γραφείο.
Εξωδικαστική μέθοδος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, στο πλαίσιο της οποίας τα μέρη μέσα από ελεύθερη διαπραγμάτευση αναζητούν μία αμοιβαία επωφελή διευθέτηση της διαφοράς τους με τη συνδρομή ενός ουδέτερου και αμερόληπτου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή.
Απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μπορούν να λάβουν βασική εκπαίδευση διαμεσολαβητή σε νόμιμα πιστοποιημένο φορέα κατάρτισης διαμεσολαβητών και μετά από γραπτές και προφορικές εξετάσεις, διαπιστεύονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και εγγράφονται στο Μητρώο Διαμεσολαβητών. Δύνανται επίσης να παρακολουθούν ειδικές μετεκπαιδεύσεις, ώστε να εμπλουτίζουν τις γνώσεις τους σε ειδικότερους τομείς διαφορών.
Ο διαμεσολαβητής βοηθά τα μέρη να αποφορτισθούν συναισθηματικά και να έρθουν σε δημιουργικό διάλογο, ο οποίος δεν περιορίζεται στις θέσεις, στις οποίες αρχικά ήταν προσκολλημένα, αλλά εκτείνεται σε ευρύτερα ζητήματα και γενικά σε οτιδήποτε θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμο για τη διευθέτηση της διαφοράς. Το διακύβευμα σε μία διαμεσολάβηση είναι η ανάδειξη των πραγματικών συμφερόντων των μερών, ώστε αυτά να αποτελέσουν μέρος της λύσης, διότι αυτό είναι που γεννά βιώσιμες και σταθερές συμφωνίες.
Αναγκαία προϋπόθεση για να διεξαχθεί παραγωγική συζήτηση είναι ο διαμεσολαβητής να κατακτήσει την εμπιστοσύνη των μερών τηρώντας απαρέγκλιτα τις βασικές αρχές που διέπουν τη διαδικασία. Ειδικότερα κατά την άσκηση του καθήκοντός του ο διαμεσολαβητής υπόκειται σύμφωνα με το νόμο στις αρχές της ουδετερότητας, αντικειμενικότητας και αμεροληψίας έναντι των μερών. Υποχρεούται επίσης να τηρεί τις αρχές της εχεμύθειας και της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που περιέρχονται σε γνώση του τόσο έναντι των μερών όσο και έναντι τρίτων προσώπων.
Στη διαμεσολάβηση τα μέρη έχουν την τύχη της υπόθεσής τους στα χέρια τους, καθώς είναι εκείνα που αποφασίζουν το αν και το πώς θα επιλυθεί η διαφορά τους. Ο διαμεσολαβητής καθοδηγεί τα μέρη κατά τη συζήτηση βοηθώντας τα να καταλήξουν σε μία λύση που είναι αμοιβαία επωφελής και ικανοποιεί εξίσου όλες τις πλευρές. Στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του μπορεί να διατυπώσει την άποψή του για κάποιο επί μέρους ζήτημα, μόνο όμως εάν αυτό του ζητηθεί και χωρίς να είναι δεσμευτική. Στη διαμεσολάβηση η λύση αναζητείται όχι μόνο στα νομικά επιχειρήματα των μερών αλλά σε μία πολύ ευρύτερη βάση, αυτή των συνολικών τους συμφερόντων.
Ο δικαστής και ο διαιτητής από την άλλη αποφασίζουν οι ίδιοι για τις υποθέσεις που αναλαμβάνουν και μάλιστα κατά τρόπο δεσμευτικό. Επίσης σε αντίθεση με το διαμεσολαβητή προσεγγίζουν την εκάστοτε υπόθεση αποκλειστικά από νομική σκοπιά. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ριζικά διαφέρει η διαμεσολάβηση από οποιαδήποτε άλλη διαδικασία μέχρι σήμερα γνωρίζαμε.
Αφορά αποκλειστικά στο πεδίο των ιδιωτικών διαφορών, ενδεικτικά στις αστικές διαφορές (οικογενειακό, κληρονομικό, ενοχικό, εμπράγματο), στις διαφορές εργατικού δικαίου, εμπορικού δικαίου (εταιρικό – τραπεζικό) κ.τ.λ. . Δεν εφαρμόζεται όμως στο σύνολο των ιδιωτικών διαφορών αλλά μόνον, όπου το αντικείμενο της διαφοράς είναι κατά το νόμο δεκτικό ελεύθερης εξουσίασης, είναι δηλαδή εφαρμοστέες διατάξεις ενδοτικού και όχι αναγκαστικού δικαίου.
Η βασική ιδέα πίσω από τη διαμεσολάβηση είναι ο εκούσιος χαρακτήρας της. Τα μέρη προσφεύγουν στη διαδικασία με τη θέλησή τους (κανόνας με εξαιρέσεις) και παραμένουν σε αυτήν αν και για όσο εκείνα το επιθυμούν (κανόνας χωρίς εξαιρέσεις), ενώ τόσο το αν θα επιτευχθεί ή όχι συμφωνία όσο και το περιεχόμενο της όποιας συμφωνίας είναι επίσης προϊόντα ελεύθερης βούλησής τους (κανόνας χωρίς εξαιρέσεις).
Ακόμα και όταν σε ένα δικαστήριο εκκρεμεί μία ιδιωτική διαφορά η οποία κατά την κρίση του δικαστή είναι πρόσφορη να λυθεί με διαμεσολάβηση, επαφίεται στη βούληση των μερών εάν θα αποπειραθούν να λύσουν τη διαφορά τους μέσα από τη διαδικασία αυτή. Μόνο εάν και τα δύο μέρη συμφωνήσουν με την πρόταση του δικαστή περί προσφυγής στη διαμεσολάβηση, η υπόθεση αναβάλλεται από το δικαστήριο, διαφορετικά τα μέρη προχωρούν κανονικά στη συζήτησή της.
Ωστόσο υπάρχουν και εξαιρέσεις στο βασικό κανόνα του εκούσιου, οι οποίες ωστόσο αφορούν μόνο στην εκκίνηση της διαδικασίας διαμεσολάβησης η οποία σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις τυγχάνει υποχρεωτική.
– Όταν η προσφυγή στη διαμεσολάβηση διαταχθεί από δικαστήριο άλλου κράτους – μέλους, αρκεί η υπαγωγή της διαφοράς σε αυτήν να μην προσβάλλει τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη, δηλαδή να μην προσκρούει σε εγχώριους κανόνες αναγκαστικού δικαίου (π.χ. στο ελληνικό δίκαιο απαγορεύονται ως αντικείμενες στα χρηστά ήθη οι κληρονομικές συμβάσεις, δε μπορεί επομένως στην Ελλάδα να διεξαχθεί διαμεσολάβηση πάνω σε αυτό ακόμη και αν έχει διαταχθεί από δικαστήριο άλλου κράτους – μέλους)
– Όταν η προσφυγή στη διαμεσολάβηση επιβάλλεται από το νόμο. Αυτό στην ελληνική νομοθεσία ισχύει μόνο για συγκεκριμένες διαφορές και η υποχρεωτικότητα ακόμα και στις περιπτώσεις αυτές περιορίζεται μόνο στη διεξαγωγή μίας μόνο συνεδρίας, η οποία καλείται υποχρεωτική αρχική συνεδρία (ΥΑΣ). Εάν τα μέρη δεν πραγματοποιήσουν την ΥΑΣ, δε μπορούν να προχωρήσουν σε δικαστική διευθέτησή της διαφοράς τους. Η υποχρεωτική αρχική συνεδρία έχει σκοπό να ενημερωθούν τα μέρη γύρω από τη διαμεσολάβηση και το τι μπορεί αυτή να τους προσφέρει εν όψει των ιδιαίτερων περιστάσεων της διαφοράς τους, ώστε να αποφασίσουν εάν ενδιαφέρονται να την επιλύσουν μέσα από τη διαδικασία αυτή. Ακόμα και στην περίπτωση αυτή υποχρεωτική δεν είναι η διαμεσολάβηση καθαυτή αλλά μία πρώτη γνωριμία μαζί της και επαφίεται τελικά στη βούληση των μερών το αν θα αποφασίσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσα από τη διαμεσολάβηση. Εάν δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο, μετά τη διεξαγωγή της ΥΑΣ, παίρνουν από το διαμεσολαβητή το πρακτικό, το οποίο αποδεικνύει ότι έλαβε χώρα η ΥΑΣ και επιδιώκουν τη δικαστική διευθέτηση της διαφοράς.
Υποχρεωτική αρχική συνεδρία διεξάγεται κατά το νόμο α) στις οικογενειακές υποθέσεις (εξαιρούνται υποθέσεις διαζυγίου, ακύρωσης γάμου, αναγνώριση ύπαρξης / ανυπαρξίας γονεϊκής σχέσης κ.τ.λ.), β) στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία αρμοδιότητας Μονομελούς και Πολυμελούς Πρωτοδικείου με οικονομικό αντικείμενο άνω των 30.000 ευρώ και γ) σε υποθέσεις για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών έχει τεθεί ρήτρα προσφυγής στη διαμεσολάβηση.
Αποτελεί ειδικότερο όρο που μπορεί να περιληφθεί σε πολλές συμφωνίες και είναι πολύ διαδεδομένος στο εξωτερικό. Ο όρος δεσμεύει τα μέρη μίας συμφωνίας ότι σε περίπτωση που ανακύψει διαφορά σχετικά με κάποιο επιμέρους ζήτημα της, προτού τα μέρη προσφύγουν στα δικαστήρια, θα επιχειρήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσω της διαμεσολάβησης. Χρειάστηκε να περάσουν κάποια χρόνια από την εισαγωγή στην Ελλάδα νομοθετικού πλαισίου για τη διαμεσολάβηση, ώστε να γίνει ευρέως γνωστός ο θεσμός και να αρχίσει να γίνεται χρήση της συγκεκριμένης ρήτρας και σε ελληνικές συμφωνίες.
Πέρα από κάποια βασικά της στοιχεία, τα οποία καθορίζονται από το ν. 4640 / 2019, η διαμεσολάβηση είναι λόγω της φύσης της και του προορισμού της μία διαδικασία ευέλικτη και ελαστική, την οποία ο διαμεσολαβητής έχει την ελευθερία να τη διαμορφώσει κατά περίπτωση σε συνεννόηση με τα μέρη και ανάλογα με τις ειδικότερες συνθήκες, περιστάσεις και ανάγκες κάθε επιμέρους διαφοράς.
Πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος των δικηγόρων των μερών (στο νόμο “νομικοί παραστάτες”), οι οποίοι αναλαμβάνουν να αποστείλουν στο διαμεσολαβητή σε προγενέστερο χρόνο το αναγκαίο υλικό και να τον ενημερώσουν, ώστε να προετοιμαστεί εν όψει της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Συνήθως η κύρια διαδικασία της διαμεσολάβησης ξεκινά με μία κοινή συνάντηση των μερών, όπου ο διαμεσολαβητής μεριμνά ώστε τα μέρη να εξοικειωθούν αρχικά με ζητήματα διαδικαστικού χαρακτήρα, να επιλυθούν τυχόν απορίες και στη συνέχεια τους καλεί να παρουσιάσουν τις θέσεις τους επί των ουσιαστικών ζητημάτων της διαφοράς. Ακολουθούν κοινές και ιδιωτικές συναντήσεις του διαμεσολαβητή με τα μέρη, κατά τις οποίες ο διαμεσολαβητής βοηθά ώστε να αποφορτισθούν συναισθηματικά και να αρθούν τα όποια εμπόδια επικοινωνίας (αρνητικές διαθέσεις, προκαταλήψεις, παρανοήσεις κ.τ.λ.) και διευκολύνει τα μέρη να επικοινωνήσουν ουσιαστικά μεταξύ τους και να ανταλλάξουν προτάσεις και αντιπροτάσεις.
Εάν η διαμεσολάβηση είναι επιτυχής, συντάσσεται από το διαμεσολαβητή πρακτικό διαμεσολάβησης, στο οποίο ενσωματώνεται η τελική συμφωνία των μερών. Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του παίζουν και οι νομικοί παραστάτες των μερών, οι οποίοι παρέχουν τις συμβουλές στα μέρη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και συμβάλλουν στην από νομική σκοπιά τεχνική αρτιότητα της καταληκτικής συμφωνίας.
Σε περίπτωση που τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας
Το πρακτικό της διαμεσολάβησης, από τη στιγμή που θα υπογραφεί από τα μέρη και το διαμεσολαβητή, έχει δεσμευτικότητα άνευ άλλου τινός. Περαιτέρω οποιοδήποτε μέρος δύναται να το καταθέσει στη γραμματεία του αρμόδιου κατά τόπον Πρωτοδικείου, προκειμένου αυτό να αποκτήσει και εκτελεστότητα, όπως συμβαίνει με τα συμβολαιογραφικά έγγραφα και τις τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις.
Διευκρινίζεται ότι στο πλαίσιο της αρχής της εμπιστευτικότητας και της εχεμύθειας που διέπει τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, ο διαμεσολαβητής δεν επιτρέπεται να μεταφέρει από τη μία πλευρά στην άλλη πρόταση / άποψη / γεγονός που άκουσε σε ιδιωτική συνάντηση, παρά μόνον εφόσον του επιτραπεί ρητά από την πλευρά από την οποία προέρχεται. Δε μπορεί επίσης να κοινολογηθεί από τα μέρη και το διαμεσολαβητή προς τρίτα πρόσωπα οτιδήποτε διαμειφθεί / λεχθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, παρά μόνο εάν αυτό επιτραπεί ρητά από την πλευρά στην οποία αφορά. Έγγραφα που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής δε μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά μεταγενέστερα σε καμία άλλη διαδικασία (δικαστήριο / διαιτησία), το ίδιο ισχύει ασφαλώς και για τα μετέχοντα σε αυτήν πρόσωπα, τα οποία δεν επιτρέπεται να καταθέσουν ως μάρτυρες για την υπόθεση αυτή.
Όχι. Κατά ρητή επιταγή του κοινοτικού δικαίου η διαμεσολάβηση είναι ένας θεσμός που θα πρέπει να λειτουργεί παράλληλα με τη δικαιοσύνη και να μη στερεί την πρόσβαση σε αυτήν. Στο πνεύμα αυτό ο Έλληνας νομοθέτης προβλέπει για το διάστημα που διαρκεί η διαμεσολάβηση την αναστολή παραγραφής και αποσβεστικής προθεσμίας άσκησης των δικαιωμάτων και των αξιώσεων των μερών, εφόσον έχουν εκκινήσει σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο αλλά και των δικονομικών προθεσμιών των άρθρων 237 ΚΠολΔ (προθεσμία για κλείσιμο του φακέλου) και 283 ΚΠολΔ (προθεσμίες για τα τρίτα μέρη που συμμετέχουν στη δίκη)
– Η διαμεσολάβηση μπορεί να αποδώσει αποτελέσματα σε βραχύτερο χρόνο και χωρίς την ηθική ταλαιπωρία που συνεπάγεται ένας μακρύς δικαστικός αγώνας
– Ένας δικαστικός αγώνας περιλαμβάνει κατά κανόνα περισσότερα του ενός ακροατήρια (προσωρινή διαταγή, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, κύρια αγωγή, δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας σε περίπτωση που ασκηθεί ένδικο μέσο, διαφορετικές δίκες για κάθε επί μέρους ζήτημα μίας υπόθεσης, συνδρομή όλων των παραπάνω κ.α.) σε συνδυασμό πάντοτε με το απρόβλεπτο πλήθος των αναβολών, με συνέπεια τα μέρη να μην είναι σε θέση να εκτιμήσουν εξ αρχής το κόστος της διαδικασίας. Στη διαμεσολάβηση το κόστος της υπηρεσίας του διαμεσολαβητή είναι απολύτως ελεγχόμενο, γιατί συμφωνείται εκ των προτέρων με αυτόν και επιμερίζεται κατ’ ισομοιρία σε όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.
– Η διαμεσολάβηση διεξάγεται σε ένα πλαίσιο εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας, με τις ευαίσθητες πληροφορίες του κάθε μέρους να μη διαρρέουν ούτε μεταξύ αλλήλων ούτε και προς τρίτους χωρίς ρητή σύμφωνη γνώμη τους. Το απόρρητο της διαδικασίας επιτρέπει στα μέρη να αποφύγουν την έκθεση των προσωπικών ζητημάτων τους σε κοινή θέα, πράγμα αναπόφευκτο σε μία ακροαματική διαδικασία και εξασφαλίζει ένα καλύτερο κλίμα για την επίλυση της διαφοράς.
– Η διαμεσολάβηση είναι από τη φύση της μία διαδικασία που προσφέρει στα μέρη την ευκαιρία να εκφράσουν σκέψεις και συναισθήματα σε αντίθεση με το δικαστήριο, όπου δε δίδεται ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος για κάτι τέτοιο
– Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της διαμεσολάβησης είναι ο έλεγχος του αποτελέσματος, καθώς η όποια λύση ή ακόμα και η μη λύση παραμένει στα χέρια των μερών. Στον αντίποδα η δικαστική οδός επιφυλάσσει στα μέρη ένα έξωθεν επιβεβλημένο αποτέλεσμα, στο οποίο περιορισμένα μπορούν να επιδράσουν. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να μην είναι το επιθυμητό ή το αναμενόμενο, καθώς αφενός μεν δεν εξαρτάται αποκλειστικά από παράγοντες αντικειμενικούς ή δυνάμενους να ελεγχθούν, όπως η νομική αρτιότητα των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς ή η επαρκής ή μη απόδειξη των αποδεικτέων ζητημάτων από έγγραφα και μάρτυρες κατά τη διαδικασία, αφετέρου δε σε όλα τα παραπάνω υπεισέρχεται τελικά η αξιολόγηση από το δικαστή.
Η διάρκεια μίας διαμεσολάβησης δεν είναι ορισμένη από το νόμο, αλλά εξαρτάται από τη φύση και την πολυπλοκότητα της εκάστοτε υπόθεσης. Ο διαμεσολαβητής, αφού λάβει την αναγκαία ενημέρωση και μελετήσει την υπόθεση, κάνει μία εκτίμηση των ωρών που θα χρειαστούν και ζητά από τα μέρη να δεσμεύσουν τις ώρες αυτές για την επίλυση της διαφοράς. Εάν επιτευχθεί κάποια πρόοδος στο χρόνο αυτό, αλλά ορισμένα ζητήματα παραμένουν ακόμα σε εκκρεμότητα, είναι στη βούληση των μερών να διαθέσουν και άλλο χρόνο και σε συνεννόηση μαζί του να ορίσουν περαιτέρω συνεδρία / -ες για τη διευθέτησή τους.
Χρειάζομαι δικηγόρο, γιατί είναι η παράσταση δικηγόρου είναι υποχρεωτική βάσει του νόμου 4640 / 2019, εκτός εάν πρόκειται για μικροδιαφορά ή καταναλωτική διαφορά.
Ωστόσο συνιστάται να έχω δικηγόρο ακόμα και όπου αυτό δεν είναι υποχρεωτικό.
Στο πρόσωπο του διαμεσολαβητή μπορεί να συντρέχει και η ιδιότητα του νομικού, μάλιστα είναι σύνηθες οι διαμεσολαβητές να είναι παράλληλα και μαχόμενοι δικηγόροι. Αυτό ωστόσο δεν είναι υποχρεωτικό για να γίνει κάποιος διαμεσολαβητής. Ακόμα και όταν ο διαμεσολαβητής δεν είναι απόφοιτος νομικής σχολής, αποκτά κάποιο νομικό υπόβαθρο από την εκπαίδευση και τη δοκιμασία για την πιστοποίησή του σύμφωνα με το ν. 4640 / 2019, καθώς ορισμένες βασικές νομικές γνώσεις κρίθηκαν από το νομοθέτη σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων του.
Αξίζει όμως να διευκρινισθεί ότι κατά τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης ο διαμεσολαβητής δεν είναι εκείνος ο οποίος παρέχει νομικές συμβουλές στα μέρη, ούτε εκείνος ο οποίος αξιολογεί τα επιχειρήματά τους από νομική σκοπιά, αλλά το ουδέτερο πρόσωπο που τα βοηθά να διαπραγματευθούν σε μία ευρύτερη βάση, ώστε να βρεθεί μία αμοιβαία επωφελής λύση. Στο πλαίσιο του ρόλου του οφείλει να είναι ουδέτερος και αμερόληπτος και να επιφυλάσσει ίση μεταχείριση σε όλες τις πλευρές πέρα από προσωπικές αξιολογήσεις και εκτιμήσεις. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό εάν ο νόμος του επέτρεπε να διατυπώνει τη νομική του άποψη για τα ζητήματα που ανακύπτουν κατά τη διαπραγμάτευση.
Τις νομικές συμβουλές τα μέρη τις λαμβάνουν από τους δικηγόρους τους (“νομικούς παραστάτες”), οι οποίοι επίσης συνεργάζονται με το διαμεσολαβητή ώστε να επιλεχθούν οι κατάλληλες διατυπώσεις για τους επιμέρους όρους της τελικής συμφωνίας. Όπως αναφέρεται παραπάνω οι δικηγόροι των μερών προσφέρουν πολύτιμη βοήθεια και στο προπαρασκευαστικό στάδιο εν όψει της προετοιμασίας του διαμεσολαβητή για την εκάστοτε υπόθεση. Αντιλαμβάνεται συνεπώς κανείς γιατί ο ρόλος του δικηγόρου είναι ιδιαίτερα σημαντικός κατά τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης.
Κατηγορηματικά όχι.
Όπως όλοι οι επαγγελματίες ο διαμεσολαβητής υπόκειται σε αυστηρούς πειθαρχικούς κανόνες. Εάν χειριστεί μία υπόθεση, είτε τελεσφόρησε είτε όχι η διαμεσολάβηση, απαγορεύεται ρητά να ασχοληθεί στο μέλλον με την ίδια υπόθεση με την ιδιότητα του δικηγόρου. Τυχόν παραβίαση του κανόνα αυτού μπορεί να επισύρει την παύση του από το λειτούργημα του διαμεσολαβητή.
Δυνητικά υπό προϋποθέσεις. Πρώτη προϋπόθεση είναι ο διαμεσολαβητής να διερευνήσει εάν η μέχρι τώρα επαγγελματική σχέση θα επηρεάσει την άσκηση των καθηκόντων του στο εξής με την ιδιότητα πλέον του διαμεσολαβητή και να απαντήσει σε αυτό αρνητικά. Στη συνέχεια οφείλει να γνωστοποιήσει στο άλλο μέρος την ειδική αυτή συνθήκη και να λάβει τη ρητή συγκατάθεσή του. Διαφορετικά δε μπορεί να προχωρήσει.
Γενικά ο διαμεσολαβητής, ακόμα και αν ο ίδιος αισθάνεται ότι μπορεί να είναι αντικειμενικός οφείλει να γνωστοποιεί στα μέρη εκ των προτέρων οποιαδήποτε ειδική συνθήκη μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ικανή να επηρεάσει την αντικειμενικότητά του και να λαμβάνει τη ρητή συγκατάθεσή τους προτού προχωρήσει στη διαδικασία.
Η συνδιαμεσολάβηση είναι μία διαμεσολάβηση που διεξάγεται από περισσότερους του ενός διαμεσολαβητές, πράγμα που συνηθίζεται περισσότερο στο εξωτερικό ιδίως σε υποθέσεις με μεγάλο οικονομικό αντικείμενο. Κριτήρια για την ανάθεση της υπόθεσης σε περισσότερους του ενός διαμεσολαβητές μπορεί να είναι η πολυπλοκότητά της, οι ειδικές γνώσεις που ενδεχομένως χρειάζονται εν όψει της φύσης της, αλλά και τυχόν διαφορές (γλωσσικές, πολιτισμικές, ισχύος κ.τ.λ.) μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, η διαχείριση και εξισορρόπηση των οποίων καθιστά αναγκαία την παρουσία περισσότερων διαμεσολαβητών.
Στη διαμεσολάβηση μπορούν να συμμετάσχουν τρίτα πρόσωπα συνήθως λογιστές, μηχανικοί, ψυχολόγοι κ.τ.λ. ως τεχνικοί σύμβουλοι κάθε μέρους, εφόσον δεν εναντιώνεται σε αυτό το άλλο μέρος. Όσοι συμμετέχουν στη διαδικασία υποχρεούνται να υπογράψουν το πρακτικό υπαγωγής στη διαμεσολάβηση, ώστε να δεσμεύονται από τις αρχές της εχεμύθειας και της εμπιστευτικότητας για όσα θα διαμειφθούν στο πλαίσιο αυτής.
Ο θεσμός απαντάται ανά τον κόσμο σε διάφορες μορφές (νομοθετημένες ή μη) από πολύ παλιά, ενίοτε και από τα αρχαία χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση της Κρήτης, όπου ο θεσμός είναι άτυπα καθιερωμένος στις οικογενειακές διαφορές, οι οποίες διαρκούν πολλές γενεές (“βεντέτες”). Προκειμένου να αποφευχθεί η διαιώνιση της αιματοχυσίας μεταξύ οικογενειών γίνεται επίκληση ενός τρίτου προσώπου, εγνωσμένου κύρους, που χαίρει κοινής αποδοχής μεταξύ των μερών και η επέμβαση του οποίου μπορεί να οδηγήσει στο “σασμό”, στη διευθέτηση δηλαδή της διαφοράς και την επέλευση της ειρήνης.
Στη σημερινή της μορφή η διαμεσολάβηση αναγνωρίζεται εδώ και δεκαετίες από πολλές έννομες τάξεις όπου και έχει τύχει μεγαλύτερης ή μικρότερης απήχησης. Στην ελληνική νομοθεσία ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διαμεσολάβηση υπάρχει από το 2010, όταν η χώρα μας εναρμονίστηκε με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2008/52/ΕΚ εισάγοντας το ν. 3898 / 2010 που αποτέλεσε για οκτώ χρόνια το βασικό νομοθετικό κείμενο για τη διαμεσολάβηση. Έκτοτε θεσπίστηκαν διάφορα επί μέρους νομοθετήματα για ειδικότερα ζητήματα του θεσμού (ενδεικτικά Π.Δ. 123/2011 περί αδειοδότησης φορέων κατάρτισης, Υ.Α. 109088 / 2011 περί αναγνώρισης τίτλων διαπίστευσης και θέσπιση Κώδικα Δεοντολογίας κ.α.).
Στη συνέχεια ο ν. 3898 / 2010 αντικαταστάθηκε από το ν. 4512 / 2018, που εισήγαγε αναφορικά με ορισμένες κατηγορίες διαφορών την καινοτόμο υποχρέωση απόπειρας επίλυσης τους μέσω της διαμεσολάβησης, ρύθμιση η οποία ωστόσο δεν εφαρμόστηκε τελικά στην πράξη στη μορφή της αυτή, καθόσον αρχικά ανεστάλη, ενώ στη συνέχεια ψηφίστηκε ο ισχύων σήμερα ν. 4640 / 2019, ο οποίος καταργεί και αντικαθιστά στο σύνολό του το προηγούμενο βασικό νομοθέτημα. Βάσει του ισχύοντος σήμερα ν. 4640 / 2019, όπως έχει τροποποιηθεί με το αρ. 65 του μεταγενέστερου ν. 4647 / 2019 ενισχύεται σημαντικά η διαμεσολάβηση με σκοπό να αποτελέσει μία απτή πλέον εναλλακτική για τα μέρη, τα οποία μέχρι σήμερα δεν είχαν έρθει σε καμία επαφή με το θεσμό.
Η ενίσχυση έγκειται α) στη θέσπιση της ΥΑΣ για ορισμένες κατηγορίες διαφορών πράγμα που εξασφαλίζει ότι τα μέρη θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι έστω για να έρθουν σε μία πρώτη επαφή με τη διαμεσολάβηση και β) στην προγενέστερη του δικαστηρίου υποχρέωση του πληρεξούσιου δικηγόρου να ενημερώσει εγγράφως τον εντολέα του για την ύπαρξη της δυνατότητας διευθέτησης της διαφοράς τους μέσα από τη διαμεσολάβηση αλλά και για την ΥΑΣ όπου αυτή απαιτείται.