ΕΛ
Χρήσιμα

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΗΤΟ “Αν θέλουν να τα βρουν, θα τα βρουν” ΚΑΙ Η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ

Οκτ2020

Άπαντες οι συλλειτουργοί της δικαιοσύνης μοιραζόμαστε την αγωνία για τις συνθήκες απονομής της, πρόβλημα που – κατά κοινή ομολογία – θα μπορούσε να μετριασθεί σημαντικά με την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων. Η “αλόγιστη” επίκληση της δικαιοσύνης στην Ελλάδα και η προσφυγή σε αυτήν ακόμα και σε υποθέσεις με μη σημαντικό διακύβευμα ή ελάχιστο οικονομικό αντικείμενο εδραίωσε σταδιακά μία κουλτούρα δικομανίας που απαιτεί χρόνο και προσπάθεια για να ανατραπεί. Ακόμα και μικρής κλίμακας υποθέσεις βλέπουμε συχνά να καταλήγουν στα ακροατήρια με τη μία αντιδικία να γεννά την άλλη και τους πολίτες ομήρους σε ένα φαύλο κύκλο διενέξεων και ακατανόητων σε αυτούς διαδικασιών.

Από την εμπειρία μας ως μαχόμενοι δικηγόροι οι περισσότεροι συμφωνούμε ότι πολλές από τις υποθέσεις μας είναι εξ αντικειμένου πρόσφορες να επιλυθούν εξωδικαστικά, αρκετοί μάλιστα από εμάς εξαντλούμε κάθε προσπάθεια, προτού οδηγήσουμε τους εντολείς μας στις δικαστικές αίθουσες.

Ο θεσμός της διαμεσολάβησης μετά την Ευρωπαϊκή Οδηγία 52/2008 εισήχθη στην Ελλάδα το 2010 ως μία ακόμα διέξοδος εξωδικαστικής επίλυσης, ερχόμενος να προστεθεί στα ήδη προϋπάρχοντα κατά τον ΚΠολΔ νομικά εργαλεία της συμβιβαστικής επίλυσης και της δικαστικής μεσολάβησης. Όπως συμβαίνει πάντα με τα νέα νομοθετήματα συνάντησε εξ αρχής υποστηρικτές, αλλά και πολέμιους, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό του νομικού κόσμου, το οποίο και διαμόρφωσε τις εξελίξεις, αποδείχθηκε επιφυλακτικό, κρατώντας μάλλον στάση αναμονής.

Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της διαμεσολάβησης τα οφέλη από την εφαρμογή της θα ήταν πολλαπλά για την κοινωνία, καθόσον από τη μία ένα ποσοστό υποθέσεων θα επιλύονταν άμεσα και με χαμηλότερο κόστος, με θετικές συνέπειες για τις οικογενειακές σχέσεις, την οικονομία και την ασφάλεια δικαίου και συναλλαγών, από την άλλη η δικαιοσύνη θα επικεντρωνόταν στις λοιπές υποθέσεις που δεν δύνανται να επιλυθούν εξωδικαστικά με συνακόλουθη την επιτάχυνση και γενικώς αναβάθμιση της λειτουργίας της.

Στον αντίποδα διατυπώθηκε η άποψη ότι πρόκειται για έναν θεσμό ξενόφερτο, προερχόμενο από το αγγλοσαξωνικό δίκαιο που δεν ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής νοοτροπίας. Το κρατούν ωστόσο επιχείρημα αυτής της πλευράς ήταν ότι ο θεσμός είναι περιττός, καθώς νομικά εργαλεία υπήρχαν και υπάρχουν στη διάθεση όσων επιθυμούν να “συμβιβασθούν”. Χαρακτηριστικά κατά την προσφιλή σε αυτούς φράση “εάν τα μέρη θέλουν να τα βρουν, θα τα βρουν”.

Είναι όμως αληθές αυτό; Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η επίλυση μίας διαφοράς εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη βούληση των μερών και την καλή πρόθεση και κουλτούρα συνεννόησης των εμπλεκόμενων δικηγόρων. Η παιδεία της εξωδικαστικής επίλυσης όντως δεν έχει καλλιεργηθεί αρκετά στην Ελλάδα, με συνέπεια και η αντίστοιχη πρόθεση να απουσιάζει παντελώς από πολλές διενέξεις. Η πείρα ωστόσο έχει δείξει ότι ακόμα και σε υποθέσεις όπου η σχετική πρόθεση υπάρχει σε συνηγόρους και μέρη, δεν έχει πάντα σταθεί αρκετή για να παράξει λύσεις. Μπορεί σα δικηγόροι να έχουμε ευστροφία και άριστη γνώση του αντικειμένου μας, κοινωνικές δεξιότητες, και να προσερχόμαστε σε μία συζήτηση με την καλύτερη δυνατή προαίρεση, πλην δεν έχουμε πάντα όλα τα γνωστικά μέσα που απαιτούνται για να κάνουμε τη συζήτηση μεταξύ των μερών να αποδώσει καρπούς. Ορισμένες υποθέσεις απαιτούν μία άλλου είδους προσέγγιση σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, την οποία είναι σε θέση να προσφέρει ένα πρόσωπο που έχει λάβει ειδική για το σκοπό αυτό εκπαίδευση. Είναι επίσης συχνό σε υποθέσεις, να υπολαμβάνεται ως βέβαιο ότι η βούληση συνεννόησης δεν υπάρχει, διότι αυτό ακριβώς επανειλημμένα έχει εκφρασθεί από τα μέρη ρητά και εμφατικά σε δικαστικές αίθουσες και δικηγορικά γραφεία, χρειάζονται ωστόσο πολύ στοχευμένες παρεμβάσεις για να αποδειχθεί το ακριβώς αντίθετο.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να λυθεί και μία μεγάλη παρεξήγηση αναφορικά με τη διαμεσολάβηση, η οποία έχει δημιουργηθεί από άγνοια χωρίς πρόθεση υπονόμευσης του θεσμού. Σε συζητήσεις περί τη διαμεσολάβηση γίνεται συχνά λόγος για «συμβιβασμό». Η διαρκής χρήση και επίκληση της συγκεκριμένης λέξης είναι ατυχής και δημιουργεί μία εντύπωση που αρκετά απέχει από την πραγματική. Ο συμβιβασμός παραπέμπει στον τεμαχισμό του αντικειμένου της διαφοράς, στο μοίρασμα και στην υποχώρηση. Η σπουδαία ποιοτική διαφορά της διαμεσολάβησης συνίσταται στο ότι δεν ήρθε για να γεννήσει «συμβιβασμούς», δηλαδή λύσεις που οριοθετεί το στενό αντικείμενο της διένεξης, αλλά για να αναζητήσει τη διέξοδο σε κάθε πιθανή της διάσταση και όχι μόνο.

Όποιος γνωρίσει από κοντά τη διαδικασία, είναι επίσης πολύ πιθανό να εκπλαγεί από την επίδραση που έχει στους ανθρώπους ο τρόπος με τον οποίο είναι διαρθρωμένη. Η παρουσία ενός τρίτου ουδέτερου προσώπου, το οποίο αφιερώνει ισόχρονη και ενεργητική προσοχή και στα δύο μέρη, το κλίμα εχεμύθειας και εμπιστευτικότηας αναφορικά με τις πληροφορίες που αποκαλύπτονται κατά τη συζήτηση καθώς και η απαλλαγή των μερών από το άγχος της ήττας και των προθεσμιών είναι μερικά από τα στοιχεία που χαλαρώνουν τους συμμετέχοντες και τους επιτρέπουν να σκεφτούν με βάση τα πραγματικά τους συμφέροντα. Ένας εξωτερικός θεατής της διαδικασίας θα παρατηρούσε τα μέρη να αποφορτίζονται και σταδιακά να μεταστρέφονται μέσα από αυτήν αρχικά συμπεριφορικά και στη συνέχεια και ουσιαστικά. Έτσι τα μέρη απεγκλωβίζονται από τη μία και μόνο οπτική που είχαν όταν προσήλθαν καταλήγοντας να βρουν μόνα τους αμοιβαία επωφελείς λύσεις. Στη δημιουργικότητα της διαμεσολάβησης στο επίπεδο των λύσεων σε συνδυασμό με το ότι αυτές προέρχονται τελικά από τα ίδια τα μέρη οφείλεται και ο βαθμός της ικανοποίησης που προσφέρει σε όλους τους εμπλεκόμενους μία επιτυχής έκβασή της.

Η ρήση επομένως “Αν θέλουν να τα βρουν, θα τα βρουν” έχει οπωσδήποτε μία δόση αλήθειας, αλλά όχι στο βαθμό που απαξιώνει ή καταργεί οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση εξωδικαστικής επίλυσης πέρα από την προσπάθεια που μπορεί να καταβάλλουν μόνοι τους οι δικηγόροι με τα μέρη στο πλαίσιο ενός πρακτικού συμβιβαστικής επίλυσης του άρθρου 214ΑΚΠολΔ.
Επανερχόμενοι στα προηγούμενα, διερωτώμαστε ποιος τελικά είχε δίκαιο και ποιος άδικο, οι αισιόδοξοι ή οι πολέμιοι της διαμεσολάβησης; Μας έκανε σοφότερους σε σχέση με αυτό η επί δέκα χρόνια εφαρμογή του θεσμού;

Η πείρα των σχεδόν δέκα χρόνων από την εισαγωγή του πρώτου νομοθετικού πλαισίου για τη διαμεσολάβηση έδειξε ότι ελάχιστη πρόοδος σημειώθηκε στο θέμα της υπερφόρτωσης των πινακίων με υποθέσεις που αποτέλεσε εξ αρχής το σημαντικό στόχο. Η απουσία ουσιαστικής προόδου στο επίπεδο της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων χρησιμοποιείται από μεγάλη μερίδα σκεπτικιστών ως επιχείρημα κατά της διαμεσολάβησης. Τα δέκα αυτά χρόνια, θα μπορούσαν πράγματι να αποδειχθούν αρκετά, όπως οι αισιόδοξοι προσδοκούσαν, ώστε η διαμεσολάβηση να βρει το βηματισμό της και τη θέση που της αναλογεί κοντά στις υπόλοιπες μεθόδους εξωδικαστικής επίλυσης. Είναι ωστόσο δίκαιο να προσάψει κανείς στη διαμεσολάβηση καθαυτή την αποτυχία του εγχειρήματος της θεσμοθέτησής της; Μία απλή παρατήρηση των στατιστικών στοιχείων καταδεικνύει πανηγυρικά όχι την αναποτελεσματικότητα της διαμεσολάβησης να δώσει λύσεις στην πράξη, αφού ελάχιστοι τελικά προσέφυγαν σε αυτήν όλα αυτά τα χρόνια (!), αλλά την αναποτελεσματικότητά της να δελεάσει τους Έλληνες – δικηγόρους και διαδίκους – να δώσουν μία πραγματική ευκαιρία στο θεσμό αυτό.

Από ατελείωτες συζητήσεις με εντολείς, συναδέλφους και λειτουργούς της δικαιοσύνης επί του θέματος αυτού, με λύπη διαπίστωσα – και ίσως εκεί έγκειται τελικά η κυριότερη αιτία – ότι όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν από τη θεσμοθέτησή της διαμεσολάβησης, δεν έχουν αναδειχθεί στο ευρύ κοινό αλλά ούτε και στους συνηγόρους οι ποιοτικές διαφορές της σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη εξωδικαστική διαδικασία και οι πραγματικά ανεξάντλητες δυνατότητές της σε επίπεδο τρόπων διεξαγωγής και λύσεων, ώστε εντολείς και συνήγοροι να αποφασίσουν τελικά να την εμπιστευθούν. Δε μπορούμε να μιλάμε για αποτυχία ενός θεσμού όταν έχει γίνει πραγματικά ελάχιστη χρήση και αξιοποίηση αυτού. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, θα ήταν πιο δίκαιο να πούμε ότι η διαμεσολάβηση – στα πρώτα της βήματα – δεν απέτυχε να λύσει, αλλά απέτυχε να πείσει.

Ας σταθεί λοιπόν αφορμή η πρόσφατη νομοθετική μεταρρύθμιση του πλαισίου της διαμεσολάβησης για να αναδειχθεί περισσότερο η διαδικασία και οι δυνατότητές της και να αποφασίσουν να τη δοκιμάσουν και οι πλέον επιφυλακτικοί.